μονογνώμων

μονογνώμων
μονογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο γνώμη, ισχυρογνώμων
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος
3. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, απολυταρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ισχυρο-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονογνωμονέστερον — μονογνώμων self willed masc acc comp sg μονογνώμων self willed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονογνώμονας — μονογνώμων self willed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονογνώμονες — μονογνώμων self willed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονογνωμονικός — μονογνωμονικός, ή, όν (Α) [μονογνώμων] αυτός που έχει ή ακολουθεί μία μόνο γνώμη, τη δική του, ο ισχυρογνώμων …   Dictionary of Greek

  • μονογνωμονώ — μονογνωμονῶ, έω και μονογνωμῶ (Α) [μονογνώμων] έχω ή ακολουθώ μία μόνο γνώμη, τη δική μου, είμαι ισχυρογνώμων, πείσμων …   Dictionary of Greek

  • μονογνωμοσύνη — μονογνωμοσύνη, ἡ (Α) [μονογνώμων] η ιδιότητα τού μονογνώμονα, η ισχυρογνωμοσύνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”